μόλις και μετα βίας

μόλις και μετα βίας
gaire

Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μετά — (ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί) (πρόθεση) 1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ ἐμοῡ, κατ ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ) β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε… …   Dictionary of Greek

  • μόλις — (ΑΜ μόλις, Α και μόγις) επίρρ. (τροπικό) με δυσκολία, με κόπο, ελάχιστα (α. «μόλις και μετά βίας» πολύ δύσκολα β. «καὶ ταῡτα λέγοντες μόλις κατέπαυσαν τοὺς ὄχλους τοῡ μὴ θύειν αὐτοῑς», ΚΔ) νεοελλ. συν. με αριθμτ.) για να δηλώσει προσέγγιση,… …   Dictionary of Greek

  • πένης — και πένητας, ο / πένης, ητος, ΝΜΑ αυτός που τα εισοδήματά του μόλις και μετά βίας επαρκούν για τη διατροφή του, φτωχός αρχ. 1. (με γεν.) αυτός που στερείται κάτι, ενδεής («χρημάτων πένητες», Ευρ.) 2. ως επίθ. φτωχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένομαι (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

  • βία — Θεότητα της μυθολογίας που προσωποποιεί τη δύναμη και την επιβολή. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου, ήταν κόρη του Τιτάνα Πάλλαντα και της Ωκεανίδας Στύγας. Η B., μαζί με τη μητέρα της και τα αδέλφια της (Κράτος, Ζήλος και Νίκη), βοήθησε τον… …   Dictionary of Greek

  • Βιέννη — (Wien). Πόλη και κρατίδιο (415 τ. χλμ., 1.562.676 κάτ. το 2001) της βορειοανατολικής Αυστρίας, πρωτεύουσα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Αυστρίας. H Β. βρίσκεται σε υψόμετρο 170 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και εκτείνεται μεταξύ της… …   Dictionary of Greek

  • άλις — Μυθολογικό πρόσωπο. Δούλη της Κίρκης, έμπειρη στη μαγεία. Εγκατέλειψε την κυρία της και κατέφυγε σε έναν πύργο της Τυρρηνίας Αλός. Κατά μία εκδοχή την επισκέφθηκε εκεί, γέρος πια, ο Οδυσσέας. Η Α. τον μεταμόρφωσε τότε σε άλογο και με τη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… …   Dictionary of Greek

  • μάλα — (Α μάλα) επίρρ. νεοελλ. (ενάρθρως) τα μάλα πάρα πολύ, σε πολύ μεγάλο βαθμό αρχ. 1. σε μεγάλο βαθμό, πολύ (α. «ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῡσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη», Ομ. Οδ. β. «μάλ εὖ ἄμουσοι», Πλάτ. γ. «θώματα δὲ γῆ ἡ Λυδίη ἐς συγγραφὴν οὐ …   Dictionary of Greek

  • Λάβκραφτ, Χάουαρντ Φίλιπς — (Howard Phillips «H.P.» Lovecraft, Πρόβιντενς 1890 – 1937). Αμερικανός συγγραφέας. Το βασικό χαρακτηριστικό των νεανικών του χρόνων ήταν η αφύσικη ενηλικίωσή του για τα δεδομένα της ηλικίας του, ενώ αναμφίβολη επίδραση στην ψυχοσύνθεσή του άσκησε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”